υδροκύστωμα

υδροκύστωμα
το, -ατος
κύστη που περιέχει ορώδες υγρό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υδροκύστωμα — το, Ν ιατρ. υδροκύστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδροκύστη + κατάλ. ωμα] …   Dictionary of Greek

  • υδροκύστη — η, Ν ιατρ. κύστη που περιέχει ορώδες υγρό, υδροκύστωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κύστη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”